ὀγκώσῃ

ὀγκώσῃ
ὀγκώσηι , ὄγκωσις
intumescence
fem dat sg (epic)
ὀγκόω
raise up
aor subj mid 2nd sg
ὀγκόω
raise up
aor subj act 3rd sg
ὀγκόω
raise up
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όγκωση — η (ΑΜ ὄγκωσις) [ογκώ] αύξηση τού όγκου, διόγκωση, εξόγκωση, φούσκωμα, πρήξιμο νεοελλ. εξοίδηση, δηλαδή παθολογική αύξηση τού όγκου οποιουδήποτε μέρους τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • όγκωση — η 1. ηπράξη και το αποτέλεσμα του ογκώνω, η αύξηση του όγκου, το φούσκωμα. 2. (ιατρ.) η αύξηση του όγκου μέρους του σώματος, το πρήξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οίδησις — οἴδησις, ἡ (ΑΜ) όγκωση, φούσκωμα αρχ. 1. μτφ. ψυχικός αναβρασμός («οἴδησις τῶν θυμουμένων», Πλάτ.) 2. η νόσος υδρωπικία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”